ριπολίνη

ριπολίνη
η
(λ. γαλλ.), γυαλιστερή λαδομπογιά που ξεραίνεται γρήγορα: Βάψαμε τις πόρτες και τα παράθυρα με ριπολίνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ριπολίνη — και ριπολίνα, η, Ν χημ. εμπορική ονομασία ελαιοχρώματος καλής ποιότητας και μεγάλης στιλπνότητας …   Dictionary of Greek

  • ριπολίνα — η, Ν βλ. ριπολίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”